περικόπτω

περικόπτω
ΝΜΑ και περικόβω Ν
νεοελλ.
1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ.
2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω
νεοελλ.-αρχ.
κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω
μσν.-αρχ.
αναχαιτίζω, ανακόπτω, περιορίζω
αρχ.
1. (σχετικά με ψάρι) καθαρίζω, αφαιρώ τα αγκάθια
2. (σχετικά με δένδρα) κλαδεύω
3. (σχετικά με εχθρική χώρα) ερημώνω
4. αρπάζω ως λεία, λεηλατώ, σκυλεύω
5. εμποδίζω, αποκλείω
6. αποχωρίζω, απομακρύνω
7. εξασθενίζω
8. μέμφομαι
9. (κυρίως σχετικά με λόγο) τελειώνω, ολοκληρώνω
10. παθ. περικόπτομαι
α) αφαιρούμαι
8) (για άγαλμα) κόβομαι ή κολοβόνωμαι σε διάφορα σημεία
11. φρ. «περικόπτω τὰ βιβλία» — κόβω τα βιβλία ολόγυρα, κατά το εξωτερικό τους μέρος (Λουκιαν.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικόπτω — cut all round pres subj act 1st sg περικόπτω cut all round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περικεκομμένα — περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc pl περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc/acc dual περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόπτῃ — περικόπτω cut all round pres subj mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres ind mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόψει — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg (epic) περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg περικόπτω cut all round fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόψουσι — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd pl (epic) περικόπτω cut all round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικόπτω cut all round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόψω — περικόπτω cut all round aor subj act 1st sg περικόπτω cut all round fut ind act 1st sg περικόπτω cut all round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόψῃ — περικόπτω cut all round aor subj mid 2nd sg περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεκομμένον — περικόπτω cut all round perf part mp masc acc sg περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεκομμένων — περικόπτω cut all round perf part mp fem gen pl περικόπτω cut all round perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”